Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Όταν ξαφνικά πρόπερσι το φθινόπωρο οι στάσεις των λεωφορείων γέμισαν με ελληνικές σημαίες και το μήνυμα «τα Bic είναι δικά μας», πολύς κόσμος απόρησε. Τι σχέση έχει με την Ελλάδα η περίφημη Bic, τα στυλό μιας χρήσης που μάς μεγάλωσαν στο...
σχολείο, οι αναπτήρες που βρίσκονται στις τσέπες των περισσότερών μας, τα καλσόν που έχουν φορεθεί από τόσα εκατομμύρια γυναικών; Τι εννοούσε η διαφημιστική καμπάνια όταν έλεγε «με μία και μόνο απλή καθημερινή κίνηση μπορείς να στηρίξεις την ελληνική παραγωγή»;
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να ξετυλίγουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή, για να καταλάβουμε ακριβώς πώς συνδέεται η Bic με την Ελλάδα. Θα ανακαλύψουμε για μία ακόμη φορά τι σημαίνει το περίφημο «ελληνικό δαιμόνιο», αλλά και θα θυμηθούμε την έννοια «φιλέλληνας» που τόσο μας λείπει τα τελευταία δύο χρόνια... Όλα αυτά που δίνουν νόημα, δηλαδή, στη νέα στήλη του newsbomb.gr «Ψωνίζουμε Ελληνικά». Η πρωτοβουλία μας προβάλλει κάθε Τρίτη μια ελληνική επιχείρηση, έναν επιχειρηματία που τιμά τη λέξη Έλληνας. Ξεκινήσαμε από την Boxer Φειδάς την περασμένη εβδομάδα. Και θα συνεχίσουμε να σάς γνωρίζουμε και να στηρίζουμε εταιρείες που διατηρούν την παραγωγή τους στην Ελλάδα, δίνοντας δουλειά σε Ελληνες, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης και όταν άλλοι έχουν μεταφέρει εργοστάσια στα Βαλκάνια ή σε χώρες της Ασίας.
1952: Η ίδρυση της Βιολέξ
Έχουν περάσει 6 γεμάτες δεκαετίες από τότε που η οικογένεια Πολίτη, παρά το δύσκολο τοπίο που είχε αφήσει πίσω του στην Ελλάδα το πέρασμα του Β’ Παγκοσμίου και κυρίως του Εμφυλίου Πολέμου, αποφάσισε να ιδρύσει μια ελληνική βιομηχανία. Την ονόμασε Βιομηχανία Λεπίδων Ξυρίσματος και για συντομία... Βιολέξ. Εκείνα τα χρόνια οι καταλήξεις σε «-εξ» ήταν συνηθισμένες στην ελληνική παραγωγή. Σήμαιναν μια ματιά προς το εξωτερικό, μια ανάγκη για απόκτηση διεθνούς ταυτότητας, μια αισιοδοξία ότι οι χειρότερες μέρες της Ελλάδας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το πιο γνωστό προϊόν της Βιολέξ ήταν οι λεπίδες “Astor” –όποιος ξυρίζεται σε μπαρμπέρη θα τις γνωρίζει καλά.
Ο Αναστάσης Πολίτης, ένας άνθρωπος σπουδαγμένος στην Αμερική (και μάλιστα στο Χάρβαρντ, όπου τελείωσε τη Νομική), με κουλτούρα διεθνή και μυαλό επιχειρηματικό, φρόντισε αυτή η ανάγκη της Βιολέξ για διεθνή ταυτότητα να ικανοποιηθεί με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο. Το 1973, στο τότε εργοστάσιο της Βιολέξ στο Περιστέρι μια ελληνική πατέντα έγινε πραγματικότητα. Μια μικρή, ελαφριά πλαστική ξυριστική μηχανή που διαρκούσε για μερικές χρήσεις και μετά απλά πετιόταν. Ήταν το πρώτο απορριπτόμενο ξυριστικό μιας χρήσης στον κόσμο. Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο οι κεφαλές μιας χρήσης, που άλλαζαν πάνω από ξυριστικές που κρατούσαν για χρόνια, αλλά το νέο προϊόν της Βιολέξ πήγαινε την εύχρηστη αυτήν ιδέα ακόμη πιο μακριά.
1974: Το όραμα της Bic
O Μαρσέλ Μπικ είχε ιδρύσει μαζί με τον Εντουάρ Μπυφάρ, στο Παρίσι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Bic, και λίγο αργότερα αγόρασε την πατέντα για το στυλό διαρκείας με μπίλια. Ήταν κατασκευασμένο από πλαστικό και, φυσικά, ο προορισμός του ήταν για μια χρήση. Όταν το μελάνι τέλειωνε, τον πετούσες και αγόραζες άλλον, αφού η τιμή του ήταν αμελητέα. Λίγο αργότερα την ίδια ιδέα (του πλαστικού, μιας χρήσης) την πέρασε και στους αναπτήρες και όταν έμαθε ότι μια ελληνική εταιρεία κάνει το ίδιο και με τις αντρικές ξυριστικές μηχανές, ενδιαφέρθηκε αμέσως.
Το 1974 ο Μαρσέλ Μπικ μπήκε με μια γερή επένδυση στην Βιολέξ και η εταιρεία μετονομάστηκε σε Bic-Βιολέξ. Η οικογένεια Πολίτη, ωστόσο, κράτησε την πλειοψηφία των μετοχών. Το πλαστικό της ξυραφάκι θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα εκείνη τη χρονιά, από την επόμενη στη Γαλλία και στην συνέχεια, με τεράστια επιτυχία, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Gillette, η μεγαλύτερη εταιρεία ξυριστικών στον κόσμο, αναγκάστηκε να προχωρήσει κι εκείνη στην κατασκευή ενός παρόμοιου ξυριστικού, το 1977, αφού το ξυραφάκι μιας χρήσης γινόταν αυτόματα σουξέ, σε όποια αγορά κι αν εμφανιζόταν.
2000: H νέα εποχή Bic
Aπό το 2000 και μετά ολόκληρη η Βιολέξ περνά στον έλεγχο της Bic. Ο Μαρσέλ Μπικ αγόρασε το 100% των μετοχών. Δεν πήρε απλά ένα πλειοψηφικό πακέτο, αλλά θέλησε να κάνει την Βιολέξ δική του. Ο λόγος ήταν η αγάπη του για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Αντί, δηλαδή, να εξαγοράσει και να σβήσει από τον χάρτη το ελληνικό εργοστάσιο, στέλνοντας την παραγωγή σε χώρες με πιο φθηνά εργατικά χέρια, εκείνος προτίμησε να επενδύσει ακόμη περισσότερα (οι επενδύσεις της Bic στην Ελλάδα αυξάνονται χρόνο με το χρόνο από το 2000 και μετά) για να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την ελληνική ευρηματικότητα, εγκαθιστώντας εδώ το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης των ξυριστικών της Bic.
Σαράντα πατέντες έχουν κατοχυρωθεί διεθνώς από την Bic-Βιολέξ τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύοντας πως η έμπευση του Μπικ ήταν σωστή. Πάνω από 80 επιστήμονες απασχολούνται από την εταιρεία στα γραφεία της στην Άνοιξη, άνθρωποι που σχεδιάζουν τα αυριανά ξυριστικά της Bic που θα πωλούνται σε ολόκληρο τον κόσμο. Πέραν αυτών, από τα τέσσερα εργοστάσιά της παράγονται περίπου ένα δισεκατομμύριο ξυραφάκια τον χρόνο (το 70% της συνολικής παραγωγής της Bic), απασχολώντας πάνω από 1.200 Έλληνες εργαζομένους. Το 1% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών είναι ξυραφάκια της Bic!
Η εταιρεία που προσλαμβάνει και κάνει αυξήσεις
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Bic-Βιολέξ κ. Δημήτρης Πισιμίσης σχολιάζει για την διαφημιστική καμπάνια που ξεκίνησε πρόπερσι και ενημερώνει τους Έλληνες για την «ελληνικότητα» των ξυριστικών Bic: «Ήμασταν από τις πρώτες εταιρείες, αν όχι η πρώτη, που βάλαμε σημαία στο προϊόν μας τον Σεπτέμβριο του 2010 με το μήνυμα "Τα Bic είναι δικά μας". Φτιάξαμε κίνημα, αναπτύχθηκε ένα ρεύμα. Μας πήγαν στα δικαστήρια γιατί τολμήσαμε να βάλουμε τη σημαία στο προϊόν μας και κερδίσαμε τη δίκη -αλίμονο αν δεν την κερδίζαμε. Είμαστε ένα 100% ελληνικό προϊόν και κλείνουμε φέτος 60 χρόνια ελληνικής δημιουργίας, διαφημίζοντας την Ελλάδα σε 153 χώρες σε όλον τον κόσμο».
Η επιτυχία των προϊόντων της εταιρείας σημαίνει και κάτι πρωτοφανές για τους εργαζομένους της, στις δύσκολες εποχές που ζει η χώρα: Η Bic-Βιολέξ όχι μόνο δεν έκανε απολύσεις και μειώσεις, αλλά πέρσι προσέλαβε 150 ακόμη άτομα και επίσης αύξησε τους μισθούς όλων των εργαζομένων κατά 4%. Για όσους απορούν, πώς γίνεται με εταιρεία με έδρα την Ελλάδα, που λογικά αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τις υπόλοιπες ελληνικές επιχειρήσεις, όσον αφορά στην ρευστότητα από τις τράπεζες, στην φορολόγηση από το κράτος και, βεβαίως, στο κόστος του ανθρώπινου δυναμικού, να τα καταφέρνει τόσο καλά, την απάντηση την είχε δώσει πέρσι ο κ. Πισιμίσης σε μια συνέντευξή του τότε στην «Ελευθεροτυπία»:
«Αυτό που κάνει έναν Ελληνα να διαπρέπει στο εξωτερικό και όχι στη χώρα του, είναι γιατί έξω βρίσκει ακριβώς το δομημένο και οργανωμένο περιβάλλον που χρειάζεται για να μεγαλουργήσει, να ανθίσουν αυτές οι ατομικές αρετές που έχουμε. Στη χώρα μας έχουμε χάσει τα πρότυπα ή έχουμε λάθος πρότυπα. Η δική μας συνταγή είναι πάρα πολύ απλή. Πήραμε από τους Αμερικανούς την ενόραση της αγοράς και την ταχύτητά τους και από τους Γάλλους συναδέλφους τα συστήματα, τη συνεργασία, την τυπολατρία. Σε αυτά βάλαμε τον Ελληνα-Οδυσσέα! Την εφευρετικότητα, τη φαντασία, την πρωτοβουλία μας. Η “ψωροκώσταινα” για εμάς δεν είναι εμπόδιο, αλλά εφαλτήριο και θέλουμε να το αποδεικνύουμε με το παράδειγμά μας».
Μακάρι αυτό το μοντέλο επιχειρηματικότητας να το υιοθετήσουν όλοι όσοι αποφασίσουν να επενδύσουν στην ελληνική παραγωγή τα επόμενα χρόνια. Είναι ακριβώς η συνταγή της επιτυχίας που θα οδηγήσει στο περίφημο «ανάπτυξη μέσω της ντόπιας παραγωγής», το οποίο στηρίζει η στήλη μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά». Και, κυρίως, μακάρι το κράτος να βοηθήσει τις νέες επιχειρήσεις με κριτήριο αυτήν την συνταγή και όχι με τις ύποπτες συναλλαγές που λάμβαναν χώρα όλα αυτά τα χρόνια και που οδήγησαν την χώρα εδώ που βρίσκεται τώρα.
newsbomb
Όταν ξαφνικά πρόπερσι το φθινόπωρο οι στάσεις των λεωφορείων γέμισαν με ελληνικές σημαίες και το μήνυμα «τα Bic είναι δικά μας», πολύς κόσμος απόρησε. Τι σχέση έχει με την Ελλάδα η περίφημη Bic, τα στυλό μιας χρήσης που μάς μεγάλωσαν στο...
σχολείο, οι αναπτήρες που βρίσκονται στις τσέπες των περισσότερών μας, τα καλσόν που έχουν φορεθεί από τόσα εκατομμύρια γυναικών; Τι εννοούσε η διαφημιστική καμπάνια όταν έλεγε «με μία και μόνο απλή καθημερινή κίνηση μπορείς να στηρίξεις την ελληνική παραγωγή»;
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να ξετυλίγουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή, για να καταλάβουμε ακριβώς πώς συνδέεται η Bic με την Ελλάδα. Θα ανακαλύψουμε για μία ακόμη φορά τι σημαίνει το περίφημο «ελληνικό δαιμόνιο», αλλά και θα θυμηθούμε την έννοια «φιλέλληνας» που τόσο μας λείπει τα τελευταία δύο χρόνια... Όλα αυτά που δίνουν νόημα, δηλαδή, στη νέα στήλη του newsbomb.gr «Ψωνίζουμε Ελληνικά». Η πρωτοβουλία μας προβάλλει κάθε Τρίτη μια ελληνική επιχείρηση, έναν επιχειρηματία που τιμά τη λέξη Έλληνας. Ξεκινήσαμε από την Boxer Φειδάς την περασμένη εβδομάδα. Και θα συνεχίσουμε να σάς γνωρίζουμε και να στηρίζουμε εταιρείες που διατηρούν την παραγωγή τους στην Ελλάδα, δίνοντας δουλειά σε Ελληνες, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης και όταν άλλοι έχουν μεταφέρει εργοστάσια στα Βαλκάνια ή σε χώρες της Ασίας.
1952: Η ίδρυση της Βιολέξ
Έχουν περάσει 6 γεμάτες δεκαετίες από τότε που η οικογένεια Πολίτη, παρά το δύσκολο τοπίο που είχε αφήσει πίσω του στην Ελλάδα το πέρασμα του Β’ Παγκοσμίου και κυρίως του Εμφυλίου Πολέμου, αποφάσισε να ιδρύσει μια ελληνική βιομηχανία. Την ονόμασε Βιομηχανία Λεπίδων Ξυρίσματος και για συντομία... Βιολέξ. Εκείνα τα χρόνια οι καταλήξεις σε «-εξ» ήταν συνηθισμένες στην ελληνική παραγωγή. Σήμαιναν μια ματιά προς το εξωτερικό, μια ανάγκη για απόκτηση διεθνούς ταυτότητας, μια αισιοδοξία ότι οι χειρότερες μέρες της Ελλάδας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το πιο γνωστό προϊόν της Βιολέξ ήταν οι λεπίδες “Astor” –όποιος ξυρίζεται σε μπαρμπέρη θα τις γνωρίζει καλά.
Ο Αναστάσης Πολίτης, ένας άνθρωπος σπουδαγμένος στην Αμερική (και μάλιστα στο Χάρβαρντ, όπου τελείωσε τη Νομική), με κουλτούρα διεθνή και μυαλό επιχειρηματικό, φρόντισε αυτή η ανάγκη της Βιολέξ για διεθνή ταυτότητα να ικανοποιηθεί με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο. Το 1973, στο τότε εργοστάσιο της Βιολέξ στο Περιστέρι μια ελληνική πατέντα έγινε πραγματικότητα. Μια μικρή, ελαφριά πλαστική ξυριστική μηχανή που διαρκούσε για μερικές χρήσεις και μετά απλά πετιόταν. Ήταν το πρώτο απορριπτόμενο ξυριστικό μιας χρήσης στον κόσμο. Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο οι κεφαλές μιας χρήσης, που άλλαζαν πάνω από ξυριστικές που κρατούσαν για χρόνια, αλλά το νέο προϊόν της Βιολέξ πήγαινε την εύχρηστη αυτήν ιδέα ακόμη πιο μακριά.
1974: Το όραμα της Bic
O Μαρσέλ Μπικ είχε ιδρύσει μαζί με τον Εντουάρ Μπυφάρ, στο Παρίσι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Bic, και λίγο αργότερα αγόρασε την πατέντα για το στυλό διαρκείας με μπίλια. Ήταν κατασκευασμένο από πλαστικό και, φυσικά, ο προορισμός του ήταν για μια χρήση. Όταν το μελάνι τέλειωνε, τον πετούσες και αγόραζες άλλον, αφού η τιμή του ήταν αμελητέα. Λίγο αργότερα την ίδια ιδέα (του πλαστικού, μιας χρήσης) την πέρασε και στους αναπτήρες και όταν έμαθε ότι μια ελληνική εταιρεία κάνει το ίδιο και με τις αντρικές ξυριστικές μηχανές, ενδιαφέρθηκε αμέσως.
Το 1974 ο Μαρσέλ Μπικ μπήκε με μια γερή επένδυση στην Βιολέξ και η εταιρεία μετονομάστηκε σε Bic-Βιολέξ. Η οικογένεια Πολίτη, ωστόσο, κράτησε την πλειοψηφία των μετοχών. Το πλαστικό της ξυραφάκι θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα εκείνη τη χρονιά, από την επόμενη στη Γαλλία και στην συνέχεια, με τεράστια επιτυχία, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Gillette, η μεγαλύτερη εταιρεία ξυριστικών στον κόσμο, αναγκάστηκε να προχωρήσει κι εκείνη στην κατασκευή ενός παρόμοιου ξυριστικού, το 1977, αφού το ξυραφάκι μιας χρήσης γινόταν αυτόματα σουξέ, σε όποια αγορά κι αν εμφανιζόταν.
2000: H νέα εποχή Bic
Aπό το 2000 και μετά ολόκληρη η Βιολέξ περνά στον έλεγχο της Bic. Ο Μαρσέλ Μπικ αγόρασε το 100% των μετοχών. Δεν πήρε απλά ένα πλειοψηφικό πακέτο, αλλά θέλησε να κάνει την Βιολέξ δική του. Ο λόγος ήταν η αγάπη του για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Αντί, δηλαδή, να εξαγοράσει και να σβήσει από τον χάρτη το ελληνικό εργοστάσιο, στέλνοντας την παραγωγή σε χώρες με πιο φθηνά εργατικά χέρια, εκείνος προτίμησε να επενδύσει ακόμη περισσότερα (οι επενδύσεις της Bic στην Ελλάδα αυξάνονται χρόνο με το χρόνο από το 2000 και μετά) για να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την ελληνική ευρηματικότητα, εγκαθιστώντας εδώ το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης των ξυριστικών της Bic.
Σαράντα πατέντες έχουν κατοχυρωθεί διεθνώς από την Bic-Βιολέξ τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύοντας πως η έμπευση του Μπικ ήταν σωστή. Πάνω από 80 επιστήμονες απασχολούνται από την εταιρεία στα γραφεία της στην Άνοιξη, άνθρωποι που σχεδιάζουν τα αυριανά ξυριστικά της Bic που θα πωλούνται σε ολόκληρο τον κόσμο. Πέραν αυτών, από τα τέσσερα εργοστάσιά της παράγονται περίπου ένα δισεκατομμύριο ξυραφάκια τον χρόνο (το 70% της συνολικής παραγωγής της Bic), απασχολώντας πάνω από 1.200 Έλληνες εργαζομένους. Το 1% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών είναι ξυραφάκια της Bic!
Η εταιρεία που προσλαμβάνει και κάνει αυξήσεις
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Bic-Βιολέξ κ. Δημήτρης Πισιμίσης σχολιάζει για την διαφημιστική καμπάνια που ξεκίνησε πρόπερσι και ενημερώνει τους Έλληνες για την «ελληνικότητα» των ξυριστικών Bic: «Ήμασταν από τις πρώτες εταιρείες, αν όχι η πρώτη, που βάλαμε σημαία στο προϊόν μας τον Σεπτέμβριο του 2010 με το μήνυμα "Τα Bic είναι δικά μας". Φτιάξαμε κίνημα, αναπτύχθηκε ένα ρεύμα. Μας πήγαν στα δικαστήρια γιατί τολμήσαμε να βάλουμε τη σημαία στο προϊόν μας και κερδίσαμε τη δίκη -αλίμονο αν δεν την κερδίζαμε. Είμαστε ένα 100% ελληνικό προϊόν και κλείνουμε φέτος 60 χρόνια ελληνικής δημιουργίας, διαφημίζοντας την Ελλάδα σε 153 χώρες σε όλον τον κόσμο».
Η επιτυχία των προϊόντων της εταιρείας σημαίνει και κάτι πρωτοφανές για τους εργαζομένους της, στις δύσκολες εποχές που ζει η χώρα: Η Bic-Βιολέξ όχι μόνο δεν έκανε απολύσεις και μειώσεις, αλλά πέρσι προσέλαβε 150 ακόμη άτομα και επίσης αύξησε τους μισθούς όλων των εργαζομένων κατά 4%. Για όσους απορούν, πώς γίνεται με εταιρεία με έδρα την Ελλάδα, που λογικά αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με τις υπόλοιπες ελληνικές επιχειρήσεις, όσον αφορά στην ρευστότητα από τις τράπεζες, στην φορολόγηση από το κράτος και, βεβαίως, στο κόστος του ανθρώπινου δυναμικού, να τα καταφέρνει τόσο καλά, την απάντηση την είχε δώσει πέρσι ο κ. Πισιμίσης σε μια συνέντευξή του τότε στην «Ελευθεροτυπία»:
«Αυτό που κάνει έναν Ελληνα να διαπρέπει στο εξωτερικό και όχι στη χώρα του, είναι γιατί έξω βρίσκει ακριβώς το δομημένο και οργανωμένο περιβάλλον που χρειάζεται για να μεγαλουργήσει, να ανθίσουν αυτές οι ατομικές αρετές που έχουμε. Στη χώρα μας έχουμε χάσει τα πρότυπα ή έχουμε λάθος πρότυπα. Η δική μας συνταγή είναι πάρα πολύ απλή. Πήραμε από τους Αμερικανούς την ενόραση της αγοράς και την ταχύτητά τους και από τους Γάλλους συναδέλφους τα συστήματα, τη συνεργασία, την τυπολατρία. Σε αυτά βάλαμε τον Ελληνα-Οδυσσέα! Την εφευρετικότητα, τη φαντασία, την πρωτοβουλία μας. Η “ψωροκώσταινα” για εμάς δεν είναι εμπόδιο, αλλά εφαλτήριο και θέλουμε να το αποδεικνύουμε με το παράδειγμά μας».
Μακάρι αυτό το μοντέλο επιχειρηματικότητας να το υιοθετήσουν όλοι όσοι αποφασίσουν να επενδύσουν στην ελληνική παραγωγή τα επόμενα χρόνια. Είναι ακριβώς η συνταγή της επιτυχίας που θα οδηγήσει στο περίφημο «ανάπτυξη μέσω της ντόπιας παραγωγής», το οποίο στηρίζει η στήλη μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά». Και, κυρίως, μακάρι το κράτος να βοηθήσει τις νέες επιχειρήσεις με κριτήριο αυτήν την συνταγή και όχι με τις ύποπτες συναλλαγές που λάμβαναν χώρα όλα αυτά τα χρόνια και που οδήγησαν την χώρα εδώ που βρίσκεται τώρα.
newsbomb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου