25 Ιουν 2016

Η Διοίκηση Υποβρυχίων του Π.Ν στο ζενίθ της εθνικής ναυτικής ισχύος


Το υποβρύχιο, συμβατικό ή μη, παραμείνει σημαντικός παράγοντας ναυτικής ισχύος και προβολής ισχύος στην θάλασσα.


Τα υποβρύχια καθιστούν μικρές ναυτικές δυνάμεις αξιόπιστες και δυσκολεύουν τις μεγάλες ναυτικές μονάδες στο έργο τους, ιδιαίτερα σε περιβάλλων παράκτιων περιοχών ή σε περιβάλλων κλειστών θαλασσών τύπου Αιγαίου ή Περσικού Κόλπου. Το συμπέρασμα αυτό έγινε κατανοητό από τη Νότια Αφρική η οποία, αν και με εκτεταμένα χωρικά ύδατα, διατηρούσε μόλις τρία υποβρύχια και αυτά πεπαλαιωμένα. Το 1998 όμως αποφασίστηκε η αντικατάσταση τους (σε πρώτη φάση) και πιθανότατα να ενισχυθεί ο στόλος με τρία επιπλέον σκάφη (το πρόγραμμα των υποβρυχίων έχει συνδεθεί και με το πρόγραμμα ναυπήγησης τεσσάρων σύγχρονων κορβέτων για αποστολές περιπολίας). Η πρόοδος της τεχνολογίας έχει αυξήσει την ικανότητα μάχης των σύγχρονων υποβρυχίων και τα έχει καταστήσει έναν πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμο αντίπαλο.

Από την μία πλευρά οι σύγχρονοι αισθητήρες (για παράδειγμα παθητικά σονάρ), τα τακτικά συστήματα διαχείρισης δεδομένων, τα συστήματα ελέγχου πυρός και τα κατευθυνόμενα όπλα δημιουργούν μια ισχυρή επιθετική πλατφόρμα ενώ από την άλλη πλευρά η πρόοδος στα συστήματα αυτοπροστασίας ενισχύουν την επιβίωση των υποβρυχίων. Στην δεκαετία που διανύουμε ο στόχος της αμυντικής βιομηχανίας είναι να περιορίσει το ακουστικό ίχνος των υποβρυχίων επενδύοντας στην αυτοματοποίηση, στην μείωση των απαιτήσεων επάνδρωσης, στην σχεδίαση νέας γενιάς προπελών και στην ελάττωση της εκπομπής ήχων στην διάρκεια της διαδικασίας πρόωσης και της μηχανικής λειτουργίας των κινητήρων. Η πραγματική επανάσταση όμως ήρθε με το σύστημα ΑΙΡ (Air Independent Propulsion = σύστημα αναερόβιας πρόωσης). Μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας τα υποβρύχια έπρεπε να ανεβαίνουν συχνά σε περισκοπικό βάθος έτσι ώστε να “αναπνέουν” και να γεμίζουν τους συσσωρευτές ενέργειας με οξυγόνο. Με το σύστημα ΑΙΡ η ανάγκη αυτή εκμηδενίζεται.


Στην κλειστή θάλασσα του Αιγαίου τα υποβρύχια συμπληρώνουν τις μεγάλες μονάδες επιφανείας ή αναλαμβάνουν αποστολές ανεξάρτητα (περιπολίες, απαγόρευση πλεύσης ή διόδου σε στενωπούς πορθμούς μεταξύ δύο η περισσοτέρων νήσων, προσβολές εχθρικών μονάδων). Σε καιρό ειρήνης τα υποβρύχια εκτελούν περιπολίες και επιτήρηση των θαλάσσιων συνόρων της χώρας. Είναι προφανές, ότι η υποβρύχια ισχύς διαδραματίζει ρόλο σημαντικό στην αμυντική ικανότητα ενός κράτους, ρόλος ο οποίος επαυξάνεται όσο οι απώλειες των μεγάλων σκαφών επιφανείας αυξάνουν κατά την διάρκειας του ναυτικού αγώνα (σε κλειστές θάλασσες όπου τα πλοία είναι ευάλωτα σε επιθέσεις κορεσμού οι απώλειες αναμένονται σημαντικές). Αντίθετα το υποβρύχιο είναι δυσκολότερος στόχος.

Σήμερα, το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) έχει καταφέρει αριθμητική αλλά και ποιοτική ισορροπία συγκριτικά με το Τουρκικό Ναυτικό (TDK) με 11 έναντι 14 μονάδων εκ των οποίων οι τέσσερις ελληνικές είναι νεώτερης γενιάς. Συγκριτικά η Τουρκία δεν διαθέτει κανένα υποβρύχιο με σύστημα ΑΙΡ (προς το παρόν). Όλα τα τουρκικά υποβρύχια ανήκουν στην οικογένεια U-209 με διαφορετικά εκτοπίσματα (έξι κλάσης “Atilay” με εκτόπισμα 1.200 τόνους, τέσσερα κλάσης “Preveze” με εκτόπισμα 1.400 τόνους και τέσσερα κλάσης “Gur”). Το Τουρκικό Ναυτικό αναμένει τις παραδόσεις των πρώτων υποβρυχίων "214" τα επόμενα 3 με 4 χρόνια. Το ζήτημα με τα ελληνικά υποβρύχια είναι οι μεγάλες ηλικίες. Μέσα στα επόμενα 10 έτη το Π.Ν είναι αναγκασμένο να προχωρήσει σε νέες ναυπηγήσεις υποβρυχίων. Αντίθετα, το Τουρκικό Ναυτικό ναι μεν διαθέτει παλαιές τεχνολογικά μονάδες πλην όμως ανήκουν όλα σε νέες ναυπηγήσεις με σχετικά χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Προς το παρόν το ελληνικό Π.Ν διαθέτει το τεχνολογικό προβάδισμα και μια πολύ ικανοποιητική ποσοτική αναλογία δυνάμεων. Δυστυχώς, υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα απόκτησης νέων τορπιλών. Τοιουτοτρόπως, τα υποβρύχια "214" δεν δύναται να αξιοποίησουν το πλήρες φάσμα των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων. 



Μετά την παραλαβή των U-214/1.700 στόχος της ηγεσίας του ΠΝ είναι η διατήρηση της οροφής στα 11 υποβρύχια και η, αντικατάσταση τους όταν οι καταστάσεις το απαιτούν (κάθε υποβρύχιο έχει έναν κύκλο επιχειρησιακής ζωής 35-40 περίπου χρόνια από το έτος ναυπήγησης και εφαρμόζεται ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και επισκευής στην εικοσαετία). Σε πρώτη φάση προέχει η αντικατάσταση των 3 υποβρυχίων τύπου "Γλαύκος". Ήδη μετρούν 40 και πλέον χρόνια υπηρεσίας. Ακολούθως, τα 4 υποβρύχια τύπου "Ποσειδών" μετρούν 36 και πλέον χρόνια παρουσίας στις ελληνικές θάλασσες. Παρά την ηλικία τους αμφότερα έχουν υποστεί προγράμματα εκσυγχρονισμού (θα αναφερθούμε εκτενώς παρακάτω) γεγονός που τα καθιστά αξιόμαχα και ικανά να εκτελούν με επιτυχία την αποστολή τους. 

Στόχος των ελληνικών υποβρυχίων είναι η δημιουργία μιας ισχυρής ζώνης απαγόρευσης σε όλο το μήκος του θεάτρου επιχειρήσεων από τα Δαρδανέλια και τις ακτές της Δυτικής και Ανατολικής Θράκης μέχρι την Κύπρο. Σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων οι αποστολές είναι πολλαπλές: έλεγχος των στενών, υποστήριξη των φίλιων δυνάμεων με την απαγόρευση προσέγγισης των τουρκικών αποβατικών σκαφών, υποστήριξη της παράκτιας άμυνας των νήσων, έλεγχο των διόδων Κρήτη-Κάρπαθός και Κάρπαθος-Δωδεκάνησα, την υποστήριξη της κυπριακής άμυνας σε περίπτωση νέου Αττίλα και την ναυτική παρουσία της χώρας μας στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.

Ενώ στο βορειοανατολικό Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο τα νερά επιτρέπουν την ορθολογική χρήση και την πλήρη εκμετάλλευση των τεχνικών και επιχειρησιακών χαρακτηριστικών υποβρυχίων επιπέδου U-214/1.700, το Ανατολικό Αιγαίο με την μεγάλη διασπορά των νησιών είναι ένα περιβάλλον στο οποίο δύναται να επιχειρούν υποβρύχια μικρότερου εκτοπίσματος ώστε να αυξάνεται ο λόγος εκτόπισμα σκάφους / ευελιξία.

U-209/1.100 (κλάση “Γλαύκος”)

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αμερικανική επιρροή στα εσωτερικά της Ελλάδας και η οικονομική δυσπραγία ανάγκασαν το Π.Ν. να αρκεστεί σε υποβρύχια προπολεμικής κατασκευής. Αργότερα, με την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ εισήλθαν σε υπηρεσία μονάδες από τα αμερικανικά πλεονάσματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η στροφή των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων στα πυρηνοκίνητα υποβρύχια οδήγησε στην ανάπτυξη συμβατικών υποβρυχίων νέας γενιάς όπως τα γερμανικά τύπου 209. Τα τέσσερα υποβρύχια της κλάσης “Γλαύκος” (U-209/1.100) παραγγέλθηκαν στην HDW το 1968. Η σειρά των καθελκύσεων (στην παρένθεση οι ημερομηνίες παράδοσης στο ΠΝ) έχει ως εξής: το “S-110 Γλαύκος” καθελκύστηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1970 (6 Σεπτεμβρίου 1971), το “S-111 Νηρέας” καθελκύστηκε στις 9 Ιουνίου 1971 (10 Φεβρουαρίου 1972), το “S-112 Τρίτων” καθελκύστηκε στις 19 Οκτωβρίου 1971 (8 Αυγούστου 1972) και το “S-113 Πρωτέας” καθελκύστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1972 (23 Νοεμβρίου 1972).

Το εκτόπισμα των υποβρυχίων κλάσης “Γλαύκος” στην επιφάνεια είναι 1.105 τόνοι (1.230 τόνοι σε κατάδυση) ενώ οι διαστάσεις του είναι (μήκος x ύψος x διάμετρος) 54,10 μέτρα x 5,90 μέτρα x 6,20 μέτρα. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 37 ατόμων. Η μέγιστη συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια είναι 11,5 κόμβοι (22 κόμβοι σε κατάδυση) ενώ η μέγιστη εμβέλεια ανέρχεται στα 380 nm με ταχύτητα πλεύσης τέσσερις κόμβους και χωρίς την χρήση του αναπνευστήρα (με την χρήση του αναπνευστήρα και με την ίδια ταχύτητα η μέγιστη εμβέλεια αυξάνει στα 8.600 nm). Το μέγιστο επιχειρησιακό βάθος είναι της τάξεως των 250 μέτρων. Τα υποβρύχια έχουν οκτώ τορπιλοσωλήνες των 533mm με δυνατότητα εκτόξευσης βλημάτων κατά πλοίων UGM-84C Sub - Harpoon Block-1C.

Τεχνικά χαρακτηριστικά υποβρυχίων κλάσης “Γλαύκος” (α)
Εκτόπισμα στην επιφάνεια 1.105 τόνοι
Εκτόπισμα σε κατάδυση 1.230 τόνοι
Μήκος 54,10 μέτρα
Ύψος 5,90 μέτρα
Διάμετρος 6,20 μέτρα
Πλήρωμα 37 άτομα
Μέγιστη αυτονομία χωρίς ανεφοδιασμό 50 ημέρες
Σύστημα πρόωσης 4 κινητήρες diesel
MTU12V493TY60 x 420kW
4 εναλλάκτες AEG x 420kW
1 ηλεκτροκινητήρας Siemens x 3.730kW
1 έλικα(200 στροφές / λεπτό)
Συσσωρευτής 257 κιλών, 480 στοιχείων, 11.400 Ah
Μεταφερόμενο καύσιμο 49 τόνοι
Συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια 11,5 κόμβοι
Μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση 22 κόμβοι
Ταχύτητα (εμβέλεια) 4 κόμβοι (380nm)
4 κόμβοι + αναπνευστήρας (8.600nm)
8 κόμβοι (230 nm)
20 κόμβοι (25 nm)
Μέγιστο επιχειρησιακό βάθος 250 μέτρα
Σονάρ CSU 83-90
DBSQS-21D (ενεργητικό σονάρ)
FAS-3-1 (πλευρικής διάταξης)
PRS 3-15 (παθητικό αποστασιόμετρο)
Σύστημα διαχείρισης μάχης “Κανάρης” (β)
Electronic Support Measures (ESM) AR-700-S5
Σύστημα ναυτιλίας INS (αδρανειακό)
SAT-NAV (δορυφορική ναυτιλία)
GPS
Συστήματα επικοινωνιών Omega με κεραία VLOA
Ραντάρ επιφανείας Calypso III
Περισκόπια ASC-18 (επίθεσης)
BS-19 (έρευνας)
Αριθμός τορπιλοσωλήνων 8 x 533mm (γ)
Απόθεμα όπλων 14
Τύποι τορπιλών SST-4: 10,972km με 35 κόμβους
20,117km με 28 κόμβους
36,576km με 23 κόμβους
SUT: 21,946km με 35 κόμβους
51,206km με 23 κόμβους
Mk.37 Mod.2: 9,144km με 26 κόμβους
21,488km με 17 κόμβους
Βλήματα κατά πλοίων UGM-84C Sub-Harpoon Block-1C: >96,5km
Σύστημα παραπλάνησης τορπιλών -
(α) Με την ολοκλήρωση του προγράμματος NeptuneI
(β) Δυνατότητα ταυτόχρονου ελέγχου έξι τορπιλών και ταυτόχρονης εμπλοκής τεσσάρων στόχων
(γ) Οι τέσσερις τορπιλοσωλήνες μπορούν να εκτοξεύσουν βλήματα κατά πλοίων UGM-84CSub-HarpoonBlock-1C

Η σύμβαση για το πρόγραμμα Neptune I εκσυγχρονισμού μέσης ζωής και γενικής επισκευής υπογράφηκε τον Μάιο του 1989. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης το πρώτο σκάφος θα εκσυγχρονίζονταν στις εγκαταστάσεις της HDW στο Κίελο της Γερμανίας και τα άλλα τρία σκάφη στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Η σειρά του εκσυγχρονισμού είχε ως εξής (στην παρένθεση η χρόνοι εργασιών): “S-112 Τρίτων” (1991-1993), “S-113 Πρωτέας” (1993-1995), “S-110 Γλαύκος” (1996-1998) και “S-111 Νηρέας” (1998-2000). Στο διάστημα 1991-1993 τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά πραγματοποίησαν ένα τεράστιο επενδυτικό πρόγραμμα προκειμένου να είναι σε θέση να εφαρμόσουν το πρόγραμμα NeptuneI με απόλυτη επιτυχία. Μεταξύ άλλων δημιουργήθηκαν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες και εξοπλίστηκαν με σύγχρονη μηχανολογική υποδομή και εκπαιδεύτηκε κατάλληλα το απαιτούμενο στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό.

Το πρόγραμμα Neptune Iείχε δύο επιμέρους προγράμματα: το πρώτο αφορούσε σε εργασίες γενικής επισκευής για την επέκταση του ορίου επιχειρησιακής ζωής για περίπου 20 χρόνια και το δεύτερο αφορούσε στον εκσυγχρονισμό των υπό-συστημάτων του υποβρυχίου και, συνεπώς, στην αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων. Ειδικότερα, οι εργασίες αφορούν:
  • Γενική επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή του ανθεκτικού των σκαφών και των συστημάτων πρόωσης.
  • Επιθεώρηση και επισκευή καλωδιώσεων, ηλεκτρικών συστημάτων και των συστημάτων του διαμερίσματος των τορπιλών.
  • Αντικατάσταση ή εκσυγχρονισμός κάποιων ηλεκτρονικών υπό-συστημάτων.
  • Δοκιμές εν όρμο και εν πλω και πιστοποίηση των εργασιών.

Το συνολικό κόστος του προγράμματος ανήλθε στα 68 δις δραχμές (ή € 199,560 εκ με το σημερινό νομισματικό καθεστώς). Ο εκσυγχρονισμός των υποβρυχίων κλάσης “Γλαύκος” θεωρείται ως απολύτως επιτυχημένος λόγο της εξαιρετικής απόδοσης και εργασίας από το προσωπικό των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Έτσι σήμερα, μετά την ολοκλήρωση προγράμματος το ΠΝ διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία, συνδυασμός ο οποίος προσδίδει στην Ελλάδα την δυνατότητα υλοποιήσεως του προγράμματος εκσυγχρονισμού των υποβρυχίων U-209/1.200 κλάσης “Ποσειδών” και σύγχρονη υποδομή εκσυγχρονισμού και τεχνικής υποστηρίξεως υποβρύχιων μονάδων, δυνατότητα μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα (το μόνο μελανό σημείο του προγράμματος ήταν η αδυναμία τοποθέτησης του συστήματος ΑΙΡ-τεχνικά η κλάση “Γλαύκος” δεν ήταν δυνατόν να εφοδιασθεί με το σύστημα-καθώς και η απουσία συστήματος παραπλάνησης τορπιλών).

 
                                      
U-209/1.200 (κλάση “Ποσειδών”)

Η ευδόκιμη παρουσία των τεσσάρων υποβρυχίων κλάσης “Γλαύκος” στις ελληνικές θάλασσες είχε ως αποτέλεσμα το ΠΝ να προχωρήσει στην προμήθεια τεσσάρων επιπλέον υποβρυχίων της οικογένειας U-209 στην διαμόρφωση εκτοπίσματος 1.200 τόνων. Τα τέσσερα υποβρύχια U-209/1.200 κλάσης “Ποσειδών” αποφασίστηκε το 1976 και η σειρά των καθελκύσεων (στην παρένθεση οι ημερομηνίες παράδοσης στο ΠΝ) έχει ως εξής: το “S-116 Ποσειδών” καθελκύστηκε στις 23Μαρτίου 1977 (21 Μαρτίου 1978), το “S-117Αμφιτρίτη” καθελκύστηκε στις 14 Ιουνίου 1978 (3 Ιουλίου 1979), το “S-118Ωκεανός” καθελκύστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1978 (15 Νοεμβρίου 1979) και το “S-119 Πόντος” καθελκύστηκε στις 19 Μαρτίου 1979 (18 Απριλίου 1980).

Το εκτόπισμα των υποβρυχίων κλάσης “Ποσειδών” στην επιφάνεια είναι 1.185 τόνοι (1.285 τόνοι σε κατάδυση) ενώ οι διαστάσεις του είναι (μήκος x ύψος x διάμετρος) 56,10 μέτρα x 5,90 μέτρα x 6,20 μέτρα. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 31 ατόμων. Η μέγιστη συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια είναι 11 κόμβοι (21,5 κόμβοι σε κατάδυση) ενώ η μέγιστη εμβέλεια ανέρχεται στα 466 nm με ταχύτητα πλεύσης τέσσερις κόμβους και χωρίς την χρήση του αναπνευστήρα (με την χρήση του αναπνευστήρα και με την ίδια ταχύτητα η μέγιστη εμβέλεια αυξάνει στα 12.100 nm). Το μέγιστο επιχειρησιακό βάθος είναι τα 300 μέτρα. Τα υποβρύχια έχουν οκτώ τορπιλοσωλήνες των 533mm χωρίς δυνατότητα εκτόξευσης βλημάτων κατά πλοίων UGM-84CSub-HarpoonBlock-1C (θα έχουν μετά την εφαρμογή του προγράμματος NeptuneII).

Τεχνικά χαρακτηριστικά υποβρυχίων κλάσης “Ποσειδών” (α)
Εκτόπισμα στην επιφάνεια 1.185 τόνοι
Εκτόπισμα σε κατάδυση 1.285 τόνοι
Μήκος 56,10 μέτρα
Ύψος 5,90 μέτρα
Διάμετρος 6,20 μέτρα
Πλήρωμα 31 άτομα
Μέγιστη αυτονομία χωρίς ανεφοδιασμό 50 ημέρες
Σύστημα πρόωσης 4 κινητήρες diesel
MTU 12V493 TY60 x 420kW
4 εναλλάκτες AEG x 420kW
1 ηλεκτροκινητήρας Siemens x 3.730kW
1 έλικα (200 στροφές / λεπτό)
Συσσωρευτής 275 κιλών, 480 στοιχείων, 11.400 Ah
Μεταφερόμενο καύσιμο 85 τόνοι
Συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια 11κόμβοι
Μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση 21,5 κόμβοι
Ταχύτητα (εμβέλεια) 4 κόμβοι (466 nm)
4 κόμβοι + αναπνευστήρας (12.100nm)
8 κόμβοι (282nm)
20 κόμβοι (28 nm)
Μέγιστο επιχειρησιακό βάθος 300 μέτρα
Σονάρ CSU3-2
AN-406 (ενεργητικό σονάρ)
ΑΝ-526 παθητικό σονάρ)
DUUX-2 (παθητικό αποστασιόμετρο)
Σύστημα διαχείρισης μάχης Μ8/42 SINBADS
Electronic Support Measures (ESM) DR-2000U
Σύστημα ναυτιλίας ;
Συστήματα επικοινωνιών ;
Ραντάρ επιφανείας Calypso II
Περισκόπια ASC-18 (επίθεσης)
BS-19 (έρευνας)
Αριθμός τορπιλοσωλήνων 8 x 533mm
Απόθεμα όπλων 14
Τύποι τορπιλών SST-4: 10,972km με 35 κόμβους
20,117km με 28 κόμβους
36,576km με 23 κόμβους
SUT: 21,946km με 35 κόμβους
51,206km με 23 κόμβους
Mk.37 Mod.2: 9,144km με 26 κόμβους
21,488km με 17 κόμβους
Βλήματα κατά πλοίων -
Σύστημα παραπλάνησης τορπιλών -
(α) Πριν την εφαρμογή του προγράμματος NeptuneIΙ

Το πρόγραμμα Neptune II εκσυγχρονισμού μέσης ζωής και γενικής επισκευής για τα υποβρύχια κλάσης “Ποσειδών” υπογράφηκε στα τέλη Μάιου 2002. Η σχετική σύμβαση αφορά στην εφαρμογή του προγράμματος σε τρία υποβρύχια με option για το τέταρτο μέλος της κλάσης. Το κόστος του προγράμματος ανέρχεται στα € 826.173.947 (για τα τρία σκάφη), ποσό το οποίο θα αυξηθεί € 140.865.730 εάν ασκηθεί η option. Και τα τέσσερα υποβρύχια (εάν τελικά ασκηθεί η option) θα εκσυγχρονιστούν στην Ελλάδα από τα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (μέλος του ομίλου HDW) την περίοδο 2004-2012 με χρόνους παράδοσης το 2007, το 2010 και το 2012 αντίστοιχα.

Το πρόγραμμα NeptuneII είναι ποιο εξελιγμένο τεχνολογικά από το NeptuneI αλλά ακολουθεί την ίδια δομή (μια ομάδα θα εκτελέσει εργασίες γενικής επισκευής και μια δεύτερη ομάδα εργασίες εκσυγχρονισμού). Οι εργασίες συντήρησης είναι όμοιες με αυτές που εφαρμόστηκαν στο πρόγραμμα NeptuneI (βλέπε παραπάνω). Η διαφορά έγκειται στις εργασίες που αφορούν στον εκσυγχρονισμό. Ειδικότερα:

  • Αντικατάσταση του συστήματος διεύθυν­σης βολής τορπιλών.
  • Εγκατάσταση του ολοκληρωμένου συστήματος μάχης ISUS90 με δυνατότητα βολής κατευθυνόμενων βλημάτων (θα εγκατασταθεί και σύστημα βολής βλήματος).
  • Εγκατάσταση συστήματος AIΡ. Το ανθεκτικό τμήμα, το οποίο έχει μήκος 6,5 μέτρα, σχεδιάζει το γραφείο σχεδίασης MK4 των ναυπηγείων Kockums της Σουηδίας (ανήκουν επίσης στον όμιλο της HDW).
  • Αντικατάσταση των ραντάρ επιφανείας.
  • Αντικατάσταση του συστήματος ESM.
  • Αντικατάσταση των περισκοπίων επίθεσης και έρευνας.
  • Εγκατάσταση συστήματος δορυφορικών επικοινωνιών, εκσυγχρονισμός της επικοινωνιακής υποδομής των υποβρυχίων και εγκατάσταση συστήματος ζεύξης δεδομένων Link-11.
  • Εγκατάσταση αδρανειακών συστημάτων ναυτιλίας.
  • Εγκατάσταση συστήματος παραπλάνησης τορπιλών.
  • Τροποποίηση των θυρίδων καθόδου για να δημιουργηθεί η απαραίτητη υποδομή υποδοχής βαθυσκάφους διάσωσης.
  • Αντικατάσταση της έλικας για τον περιορισμό του ηχητικού ίχνους.

U-214/1.700 ΑΙΡ (κλάση “Παπανικολής”)



Το κεφάλαιο “υποβρύχια τύπου U-214/1.700” ξεκίνησε για την Ελλάδα πριν από έξι χρόνια, στις 9 Οκτωβρίου 1998, όταν το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) αποφάσισε την προμήθεια τριών υποβρυχίων του τύπου με option για ένα ακόμα. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις με την HDW συνεχίστηκαν έως τον Φεβρουάριο του 2000 όταν η τότε Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών (ΓΔΑ) ανέθεσε στα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. τη ναυπήγηση τριών υποβρυχίων τύπου U-214/1.700 AIP (τον Μάιο του 2002 ενεργοποιήθηκε η option για το τέταρτο σκάφος). Το συνολικό κόστος του προγράμματος είναι της τάξεως των € 1.671.042.050. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης το πρώτο υποβρύχιο θα ναυπηγηθεί στο Κίελο (“S120 Παπανικολής”, θα παραδοθεί το 2005) και τα υπόλοιπα θα ναυπηγηθούν στην Ελλάδα (“S121 Πιπίνος”, θα παραδοθεί το 2006, “S122Ματρώζος”, θα παραδοθεί το 2008, “S123 Κατσώνης”, θα παραδοθεί το 2009).

Η επιλογή του ΠΝθέτει νέα δεδομένα στην “υποβρύχια” ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο καθώς το U-214/1.700είναι το κορυφαίο συμβατικό υποβρύχιο σε παραγωγή στον κόσμο, με κορυφαίες επιδόσεις το οποίο θα αποκαταστήσει το επιχειρησιακό και ποιοτικό προβάδισμα του ΠΝστην ευρύτερη περιοχή. Τα U-214 αποτελούν ένα σπονδυλωτό σύνολο τεχνικών χαρακτηριστικών των υποβρυχίων τύπου U-209, U-212 και U-212 κλάσης Dolphin (έχουν κωδικοποιηθεί έτσι από το Ισραηλινό Ναυτικό). Πραγματικά, το U-214 διατηρεί τα σχεδιαστικά πλεονεκτήματα του U-209, ενώ ενσωματώνει τις νέες τεχνολογικές καινοτομίες των υποβρυχίων νέας γενιάς U-212, με αποτέλεσμα να εμφανίζετε ένα υπερσύγχρονο υποβρύχιο ικανό να εκτελέσει πολλαπλές αποστολές.

Η σχεδίαση των υποβρυχίων U-212 ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και τον Ιούλιο του 1994 η Γερμανία προχώρησε στην παραγγελία τεσσάρων σκαφών με κόστος € 1,3 δις (η σύμβαση ενεργοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1995). Τα υποβρύχια U-212 έχουν σχεδιαστεί ώστε να επιχειρούν κατά τρόπο ιδανικό σε ήπιες και ρηχές θάλασσες όπως η Βαλτική (το βάθος της Βαλτικής Θάλασσας κυμαίνεται μεταξύ 20-100 μέτρων μόλις). Η πρώτη εξαγωγική επιτυχία του U-212 ήρθε νωρίς, μόλις τον Απρίλιο του 1996, όταν η Ιταλία αποφάσισε την προμήθεια δύο σκαφών με option για δύο σκάφη επιπλέον. Ωστόσο ο επιχειρησιακός περιορισμός της χρήσης σε μικρά βάθη έθεταν σε κίνδυνο την εξαγωγική προοπτική των U-212. Έτσι, μετά από τις σχετικές τροποποιήσεις η προσφερόμενη στην Ιταλία έκδοση κωδικοποιήθηκε ως U-212A, έκδοση η οποία διαφέρει από την μητρική στα εξής χαρακτηριστικά:

  • Αυξημένο επιχειρησιακό βάθος από τα 150 μέτρα (για το U-212) στα 250 μέτρα (για το U-212A).
  • Αυξημένο εκτόπισμα από τους 1.350 τόνους (U-212) στους 1.500 τόνους (U-212A) και αύξηση των διαστάσεων από (ολικό μήκος x διάμετρος x ύψος) 53,5 μέτρα x 6,8 μέτρα x 11,5 μέτρα για το U-212 σε 56,3 μέτρα x 7 μέτρα x 13 μέτρα για το U-212A.

Άλλα χαρακτηριστικά των U-212 τα οποία αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για μια “διεθνή καριέρα” είναι η χαμηλή μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει (17 κόμβοι), οι έξι τορπιλοσωλήνες με απόθεμα 12 τορπιλών και το υψηλό κόστος (άνω των € 450 εκ). Το ιταλικό πρόγραμμα έδωσε το έναυσμα στη HDW να αναζητήσει τρόπους κάλυψης των διεθνών απαιτήσεων. Έτσι αποφασίστηκε η ενσωμάτωση της τεχνολογίας των U-212 στην σχεδίαση των U-209. Έτσι τον Ιανουάριο του 1997 παρουσιάστηκε το U-214 το οποίο διαθέτει βελτιωμένη σχέση απόδοσης και κόστους, αυξημένη αυτονομία λόγω της χρήσης του συστήματος ΑΙΡ, ασθενές ίχνος και γενικότερα καλύτερες και μεγαλύτερες επιδόσεις.

Το εκτόπισμα των υποβρυχίων κλάσης “Παπανικολής” στην επιφάνεια είναι 1.700 τόνοι (1.860 τόνοι σε κατάδυση) ενώ οι διαστάσεις του είναι (μήκος x ύψος x διάμετρος) 65,30 μέτρα x 13 μέτρα x 6,30 μέτρα. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 30 ατόμων. Η μέγιστη συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια είναι 11 κόμβοι (20 κόμβοι σε κατάδυση) ενώ η μέγιστη εμβέλεια ανέρχεται στα 12.000 nm με ταχύτητα πλεύσης έξι κόμβους και με την χρήση του συστήματος ΑΙΡ. Το μέγιστο επιχειρησιακό βάθος είναι άνω των 400 μέτρων. Τα υποβρύχια διαθέτουν οκτώ τορπιλοσωλήνες των 533mm με δυνατότητα εκτόξευσης βλημάτων κατά πλοίων UGM-84DSub-HarpoonBlock-1C.



Τεχνικά χαρακτηριστικά υποβρυχίων κλάσης “Παπανικολής”
Εκτόπισμα στην επιφάνεια 1.700 τόνοι
Εκτόπισμα σε κατάδυση 1.860 τόνοι
Μήκος 65,30 μέτρα
Ύψος 13 μέτρα
Διάμετρος 6,30 μέτρα
Πλήρωμα 30 άτομα
Μέγιστη αυτονομίαχωρίς αναπνευστήρα 50 ημέρες
Σύστημα πρόωσης 2κινητήρες diesel MTU 16V396 x 2.120kW
1 ηλεκτροκινητήρας Siemensx 3.120kW
Σύστημα ΑΙΡ x 300kW
1 έλικα (120 στροφές / λεπτό)
Συσσωρευτής 2 x 218 στοιχείων (600-900 volt)
Μεταφερόμενο καύσιμο ;
Συνεχής ταχύτητα στην επιφάνεια 11 κόμβοι
Μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση 20 κόμβοι
Ταχύτητα (εμβέλεια) 6 κόμβοι (12.000nm)
Μέγιστο επιχειρησιακό βάθος > 400 μέτρα
Σονάρ CSU-90
με ενεργό σονάρ κυλινδρικής διάταξης
PFAS3-1
(παθητικό σονάρ πλευρικής διάταξης)
TAS (παθητικό σονάρ συρόμενης διάταξης)
Σύστημα διοίκησης και ελέγχου όπλων CWCS
Σύστημα ελέγχου βολής ISUS 90-15
Electronic Support Measures (ESM) FL-1800U
Σύστημα ναυτιλίας Προηγμένα συστήματα (GPS μεταξύ άλλων)
Συστήματα επικοινωνιών Συστήματα VHF, UHF, HF και VLF
Ραντάρ επιφανείας Type-1007
Περισκόπια Ολοκληρωμένο σύστημα περισκοπίων το οποίο περιλαμβάνει ηλεκτροπτική κάμερα, κάμερα θερμικής απεικόνισης και οπτικό αποστασιόμετρο
Αριθμός τορπιλοσωλήνων 8 x 533mm (α)
Απόθεμα όπλων 16
Τύποι τορπιλών DM2A4 Seehecht;
Βλήματα κατά πλοίων UGM-84C Sub-Harpoon Block-1D
Σονάρ εντοπισμού και αποφυγής ναρκών Ναι
Σύστημα παραπλάνησης τορπιλών CIRCE/TAU-2000
(α) Οι τέσσερις τορπιλοσωλήνες μπορούν να εκτοξεύσουν βλήματα κατά πλοίων UGM-84DSub-HarpoonBlock-1C

Από τα σύγχρονα υπό-συστήματα που διαθέτει το U-214/1.700 τα πλέον σημαντικά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα υπό-συστήματα είναι ασήμαντα) είναι το σύστημα ΑΙΡ, το ολοκληρωμένο σύστημα σονάρ CSU-90, το σύστημα ελέγχου βολής ISUS 90-15 και οι τορπίλες και τα βλήματα που φέρει το υποβρύχιο:

Το σύστημα ΑΙΡ ενσωματώνει κυψέλες καυσίμου (FuelCells = FC) οι οποίες είναι μετατροπείς ηλεκτροχημικής ενέργειας. Οι FC συνδυάζουν έναν φορέα ενέργειας (υδρογόνο ή μεθανόλη)με έναν φορέα οξείδωσης (υγρό οξυγόνο (LO). Εντός των FC το υδρογόνο και το οξυγόνο συνδυάζονται με το νερό και παράγουν ηλεκτρισμό (η δράση είναι ακριβός αντίθετη από την ηλεκτρόλυση του νερού). Έτσι το σύστημα ΑΙΡ βελτιώνει δραματικά την επιχειρησιακή αυτονομία του υποβρυχίου. Το σύστημα ΑΙΡ αποτελείται από:

  • Ενότητες FC μεμβράνης πολυμερών ηλεκτρολυτών.
  • Σύστημα υδρογόνου με αποθηκευμένο υδρογόνο σε μεταλλικούς κυλίνδρους. Το υδρογόνο χρησιμοποιείται ως φορέας ενέργειας κατά την ηλεκτροχημική διαδικασία.
  • Σύστημα υγρού οξυγόνουπου είναι αποθηκευμένο σε δεξαμενές μονωμένες.
  • Σύστημα ελέγχου με δύο λειτουργίες: Η πρώτη ελέγχει όλες τις ηλεκτρονικές διαδικασίες και την δεύτερη να ελέγχει τις εγκαταστάσεις του συστήματος ΑΙΡ ενώ ενσωματώνει, σε αυτοματοποιημένη μορφή, όλες τις διαδικασίες ασφαλούς χρήσης.
  • Βοηθητικά συστήματα υποστήριξης των FC: (α) ένα σύστημα ψύξης για την άντληση την παραγόμενης θερμότητας (β) ένα σύστημα αζώτου για να αδρανοποιεί το σύστημα ΑΙΡ σε περιόδους μακράς αργίας και (γ) μια δεξαμενή αποθήκευσης ύδατος.

Λόγω της μεγάλης αποτελεσματικότητας του συστήματος ΑΙΡ, από το 100% της παραγόμενης ενέργειας το 65% διοχετεύεται στην πρόωση του υποβρυχίου και στα ηλεκτρονικά και ηλεκτρικά συστήματα. Το υπόλοιπο 35% καταναλώνεται από τα βοηθητικά συστήματα υποστήριξης των FC (5%), εξατμίζεται (15%) ή διοχετεύεται στο θαλάσσιο περιβάλλον (15%). Σε πλήρη σύνθεση το ολοκληρωμένο συνόλου σονάρ CSU-90 περιλαμβάνει ενεργητικό σονάρ κυλινδρικήςδιάταξης για τον προσδιορισμό της απόστασης του στόχου, παθητικό σονάρ κυλινδρικής διάταξης για παθητικό εντοπισμό του στόχου στις μεσαίες συχνότητες, σονάρ πλευρικής διάταξης για παθητικό εντοπισμό του στόχου στο φάσμα μεταξύ των μέσων και των χαμηλών συχνοτήτων, σονάρ ρυμουλκούμενης διάταξης για παθητικό εντοπισμό του στόχου στις χαμηλές συχνότητες, παθητικό σονάρ αποστασιομέτρησης για τον υπολογισμό της απόστασης και της πορείας του στόχου, σονάρ υποκλοπής των εχθρικών εκπομπών σονάρ και σονάρ εντοπισμού και απο­φυγής ναρκών.

Το ISUS 90-15 είναι σύστημα ανοικτής αρχιτεκτονικής, εξοπλισμένο με επεξεργα­στές τύπου MPR-2300Β και έξι κονσόλες τύπου ΒΜ-802-52. Το σύστημα μπορεί να παρακολουθήσει 64 στόχους ταυτόχρονα και να ελέγξει τέσσερα όπλα διαφορετικής κατηγορίας (τορπίλες, βλήματα κατά πλοίων ή τορπίλες και βλήματα κατά πλοίων ταυτόχρονα). Έχει τη δυνατότητα σχεδιασμού και εκτέλεσης αποστολής εξομοίωσης (εκπαίδευση), ενώ ενσωματώνει και σύστημα διάγνωσης βλαβών.

Το ISUS 90-15 έχει σχεδιαστεί να διαχειρίζεται ένα σύνολο αισθητήρων (ακουστικούς, οπτικούς, οπτικό-ηλεκτρονικούς, ηλεκτρομαγνητικούς, πλοήγησης και επικοινωνιών), να εκτελεί εντολές διοίκησης και ελέγχου (διαχείριση ίχνους, ανάλυση σήματος, διαβάθμιση, ανάλυση απειλής, ανάλυση κίνησης εχθρικών σκαφών), να ελέγχει την κατάσταση του οπλισμού (απόθεμα, σχεδιασμός επίθεσης, σχέδιο εμπλοκής, προγραμματισμός και εκτόξευση και έλεγχος των τορπιλών ενσύρματης καθοδήγησης) και να διαχειρίζεται τον οπλισμό του σκάφους (τορπίλες, βλήματα κατά πλοίων, νάρκες και αναλώσιμα).



Όπως αναφέραμε η αρχική επιλογή του ΠΝ (στην πραγματικότητα την απόφαση έλαβε ο πρώην Υπουργός άμυνας Γιάννος Παπαντωνίου) ήταν η προμήθεια των τορπιλών BlackShark/IF2 της ιταλικής WASS.Η BlackShark έχει βάρος 1,5 τόνους, μέγιστη εμβέλεια 50km (με 24 κόμβους ταχύτητα) ή 28km ) με ταχύτητα 50 κόμβους). Το οικονομικό κόστος την πιστοποίησης της ιταλικής τορπίλης στο σύστημα μάχης των U-214/1.700 (ανέρχεται στα € 71 εκ) καθιστά την ιταλική πρόταση ακριβότερη της πρότασης της STNATLASElektronik για την τορπίλη DM2A4 Seehecht (η γερμανική εταιρία έχει δεσμευτεί να πιστοποιήσει την τορπίλη δωρεάν στα ελληνικά υποβρύχια). Η μέγιστη ταχύτητα των DM2A4 Seehecht είναι της τάξεως των 50km με ταχύτητα 25 κόμβων περίπου (η μέγιστη ταχύτητα είναι της τάξεως των 50 κόμβων αλλά στην περίπτωση αυτή περιορίζεται το μέγιστο βεληνεκές). Εκτός από την μητρική έκδοση η STNATLASElektronik προσφέρει και άλλες τέσσερις εκδόσεις: Medium με τρις συσσωρευτές και βεληνεκές 40km, Shortμε δύο συσσωρευτές και βεληνεκές 30km, VeryShort με έναν μόλις συσσωρευτή και βεληνεκές 17,5km και LC (LowCost ή κατά το πληρέστερο SpecialLowCostConfiguration) για χρήση κατά εμπορικών πλοίων.Τέλος, το βλήμα UGM-84DSub-HarpoonBlock-1C έχει βάρος 661,5 κιλά, εμβέλεια 96,5km και επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 0,85 Mach.

Επίλογος

Το υποβρύχιο θα παραμείνει σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα της εθνικής άμυνας και την προβολής ισχύος στη θάλασσα. Για την Ελλάδα το υποβρύχιο συμπληρώνει τον στόλο επιφανείας και της δίνει την επιχειρησιακή δυνατότητα όπου δεν μπορεί να ασκήσει θαλάσσιο έλεγχο να εφαρμόσει στρατηγική θαλάσσιας άρνησης και απαγόρευσης (πχ Ανατολική Μεσόγειος). Σε επίπεδο μονάδων η Ελλάδα έχει αποφασίσει να διατηρεί σε υπηρεσία 11 υποβρύχια και 13 φρεγάτες. Το ζήτημα είναι να υπάρχει και ένας μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για νέες ναυπηγήσεις μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων που θα αντικαταστήσουν τα παλαιότερα. Αν και το μέλλον των υποβρυχίων έγκειται στις μη επανδρωμένες τεχνολογίες και στην προσπάθεια να αποδεσμευτεί η μαχητική ικανότητα από τις τορπιλοσωλήνες, οι συμβατικές σχεδιάσεις θα διατηρήσουν το επιχειρησιακό τους βάρος για τουλάχιστον μία γενιά υποβρυχίων.

Η Ελλάδα διαθέτει 11 υποβρύχια εκ των οποίων τα τέσσερα U-214/1.700 θα βρίσκονται στο ανώτερο δυνατό τεχνολογικό επίπεδο, τα τέσσερα της κλάσης “Ποσειδών” θα έχουν αναβαθμιστεί σε επίπεδο τουλάχιστον ίδιο με την έκδοση U-209/1.400 Mod.0 η οποία δεν διαθέτει σύστημα ΑΙΡ ενώ τα τέσσερα της κλάσης “Γλαύκος” θα βρίσκονται στα όρια της επιχειρησιακής τους ζωής και θα πρέπει να αντικατασταθούν μέσα στα επόμενα χρόνια, σε μια περίοδο δηλαδή όπου τα U-214/1.700 θα έχουν ωριμάσει τόσο σχεδιαστικά όσο και επιχειρησιακά.

Απέναντι τους τα ελληνικά υποβρύχια θα συναντήσουν, και θα πρέπει να αντιμετωπίσου με επιτυχία, 14 τουρκικά υποβρύχια, όλα της οικογένειας U-209 αλλά κανένα προς το παρόν με σύστημα AIP. Η κατάσταση θα αρχίσει να δυσκολεύει όταν το Τουρκικό Ναυτικό θα εντάσει και θα αξιοποιεί επιχειρησιακά τα 6 υπερσύγχρονα "214". Όμως ως τότε το Π.Ν διατηρεί το πλεονέκτημα και το ποιοτικό προβάδισμα. Ποσοτικά λοιπόν η αναλογία 1 : 1,17 υπέρ της Τουρκίας δεν είναι καταδικαστική για την ελληνική αμυντική προσπάθεια. Αντίθετα ένα κανείς συνδυάσει την ποσοτική παράμετρος όπου επικρατεί ισορροπία με τον ποιοτικό παράγοντα όπου η Ελλάδα διατηρεί αναμφισβήτητο πλεονέκτημα με την χρήση των U-214/1.700 τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ΠΝ διατηρεί το πλεονέκτημα και διαθέτει τα μέσα ώστε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την τελική αίσια έκβαση ενός πιθανού πολέμου με την Τουρκία.

Η προκλήση για τον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό είναι αρχικά η απόκτηση σύγχρονων τορπιλών για τα υποβρύχια "214" και μεσοπρόθεσμα η σταδιακή αντικατάσταση των γερασμένων πλην όμως αξιόμαχων "209" τα οποία ήδη μετρούν 40 χρόνια υπηρεσίας. Σημειωτέον, ότι οι Τούρκοι γνωρίζοντας την μεγάλη απειλή των ελληνικών υποβρυχίων έχουν επενδύσει συστηματικά στην ύπαρξη ενός μεγάλου στόλου ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων (23 ελικόπτερα S-70B SEAHAWK και 11 ελικόπτερα AB-212 ASW) και αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας (6 αεροσκάφη CASA CN-235-100M ASW) καθώς και των σκαφών παράκτιας περιπολίας και άμυνας TUZLA CLASS (συνολικά 16 σκάφη). 

Αλλά πόσο σημαντικό είναι να εξασφαλιστεί η ελληνική κυριαρχία στο υποθαλάσσιο πεδίο μάχης του Αιγαίου; Είναι πολλή σημαντικό. Εάν το υποθαλάσσιο πεδίο μάχης του Αιγαίου ελέγχεται από τα ελληνικά υποβρύχια ο κίνδυνος για τα μεγάλα πλοία επιφανείας του ΠΝ περιορίζεται σημαντικά. Απεναντίας ο τουρκικός στόλος θα έχει να αντιμετωπίσει δύο “πηγές” απειλών. Εάν στην παράμετρο αυτή προστεθεί και ο παράγων ΑΜ-39 Exocet Block-2, δηλαδή των 39 βλημάτων αέρος-επιφανείας που διατηρεί η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) τότε γίνεται σαφές το πόσο σημαντικός είναι ο έλεγχος του υποθαλάσσιου πεδίου μάχης του Αιγαίου.

πηγη

kerberos-hellas

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου